- αναγουλιαστικός
- η , ό тошнотворный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αναγουλιαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί τάση για εμετό, αηδιαστικός, σιχαμερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αναγουλιαστός < αναγουλιάζω] … Dictionary of Greek
αναγουλιαστικός — ή, ό αυτός που προκαλεί αναγούλα: Τα αστεία του είναι συνήθως αναγουλιαστικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)